ωμαλθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(για [[έλκος]]) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλθος]] «[[θεραπεία]], [[φάρμακο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>αλθής</i>).
|mltxt=-ές, Α<br />(για [[έλκος]]) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλθος]] «[[θεραπεία]], [[φάρμακο]]»), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>αλθής</i>).
}}
}}

Revision as of 15:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές, Α
(για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυ-αλθής).