ψάξιμο: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ψάχνω]], [[αναζήτηση]]<br /><b>2.</b> [[διερεύνηση]] («θέλει [[ψάξιμο]] η [[υπόθεση]] της δωροδοκίας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έψαξα</i> του [[ψάχνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ( | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ψάχνω]], [[αναζήτηση]]<br /><b>2.</b> [[διερεύνηση]] («θέλει [[ψάξιμο]] η [[υπόθεση]] της δωροδοκίας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έψαξα</i> του [[ψάχνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. <i>τρέξ</i>-<i>ιμο</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψάχνω, αναζήτηση
2. διερεύνηση («θέλει ψάξιμο η υπόθεση της δωροδοκίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έψαξα του ψάχνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξ-ιμο)].