ἡμιόδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιόδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἡμιόδιον]]<br />μισή [[κατά]] το [[πλάτος]] [[οδός]], στενή [[οδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οδός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εισ</i>-<i>όδιος</i>].
|mltxt=[[ἡμιόδιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἡμιόδιον]]<br />μισή [[κατά]] το [[πλάτος]] [[οδός]], στενή [[οδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όδιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οδός]]), [[πρβλ]]. <i>εισ</i>-<i>όδιος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡμιόδιος:''' прошедший полпути Arst.
|elrutext='''ἡμιόδιος:''' прошедший полпути Arst.
}}
}}

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιόδιος Medium diacritics: ἡμιόδιος Low diacritics: ημιόδιος Capitals: ΗΜΙΟΔΙΟΣ
Transliteration A: hēmiódios Transliteration B: hēmiodios Transliteration C: imiodios Beta Code: h(mio/dios

English (LSJ)

ον, prob. f.l. in Arist. Oec.1352b26.

German (Pape)

[Seite 1169] der über den halben Weg gesetzt ist, l. d., Arist. oec. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιόδιος: -ον, ἀμφ. γραφ., ὁ ὁδεύσας τὸ ἥμισυ τῆς ὁδοῦ, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34.

Greek Monolingual

ἡμιόδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον
μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ-όδιος].

Russian (Dvoretsky)

ἡμιόδιος: прошедший полпути Arst.