ἡμεροφανής: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροφανής]], -ές (Α)<br />[[ορατός]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>- <b>[[πρβλ]].</b> <i>ε</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[φαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>φανής</i>, <i>πασι</i>-<i>φανής</i>].
|mltxt=[[ἡμεροφανής]], -ές (Α)<br />[[ορατός]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>- [[πρβλ]]. <i>ε</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>φανής</i>, <i>πασι</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡμεροφᾰνής:''' видимый днем ([[ἄστρον]] Plat., Arst.).
|elrutext='''ἡμεροφᾰνής:''' видимый днем ([[ἄστρον]] Plat., Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροφανής Medium diacritics: ἡμεροφανής Low diacritics: ημεροφανής Capitals: ΗΜΕΡΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: hēmerophanḗs Transliteration B: hēmerophanēs Transliteration C: imerofanis Beta Code: h(merofanh/s

English (LSJ)

ές, shining by day, Pl. Def. 411b, Arist. Top. 142b1.

German (Pape)

[Seite 1166] ές, dasselbe, Arist. Top. 6, 4 nach Plat. defin. 411 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροφᾰνής: -ές, ὁρατός ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἄστρον Ὅρ. Πλάτ. 411 Α, Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 14.

Greek Monolingual

ἡμεροφανής, -ές (Α)
ορατός κατά τη διάρκεια της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + φανής (< θ. φαν- πρβλ. ε-φάν-ην, παθ. αόρ. του φαίνω), πρβλ. επι-φανής, πασι-φανής].

Russian (Dvoretsky)

ἡμεροφᾰνής: видимый днем (ἄστρον Plat., Arst.).