ἰσορρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσορρεπής]], -ές (ΑΜ)<br />ισορροπημένος, [[λογικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-<i>ρρεπής</i>, <i>οξυ</i>-<i>ρρεπής</i>].
|mltxt=[[ἰσορρεπής]], -ές (ΑΜ)<br />ισορροπημένος, [[λογικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), [[πρβλ]]. <i>ετερο</i>-<i>ρρεπής</i>, <i>οξυ</i>-<i>ρρεπής</i>].
}}
}}

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσορρεπής Medium diacritics: ἰσορρεπής Low diacritics: ισορρεπής Capitals: ΙΣΟΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: isorrepḗs Transliteration B: isorrepēs Transliteration C: isorrepis Beta Code: i)sorreph/s

English (LSJ)

ές,= ἰσόρροπος, Nic.Th.646, Poet.de Herb.98.

Greek Monolingual

ἰσορρεπής, -ές (ΑΜ)
ισορροπημένος, λογικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ρρεπής (< ρέπω με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερο-ρρεπής, οξυ-ρρεπής].