ἱματηγός: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱματηγός]], -όν (Α)<br />αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάτιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>, με [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχ</i>-<i>ηγός</i>, <i>κυν</i>-<i>ηγός</i>].
|mltxt=[[ἱματηγός]], -όν (Α)<br />αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάτιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>, με [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), [[πρβλ]]. <i>αρχ</i>-<i>ηγός</i>, <i>κυν</i>-<i>ηγός</i>].
}}
}}

Revision as of 16:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμᾰτηγός Medium diacritics: ἱματηγός Low diacritics: ιματηγός Capitals: ΙΜΑΤΗΓΟΣ
Transliteration A: himatēgós Transliteration B: himatēgos Transliteration C: imatigos Beta Code: i(mathgo/s

English (LSJ)

όν, A loaded with apparel, ναῦς Thphr.Lap. 68.

German (Pape)

[Seite 1252] Kleider führend, ναῦς Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτηγός: -όν, ὁ φέρων, μεταφέρων ἱμάτια, ναῦς Θεόφρ. π. Λίθ. 68.

Greek Monolingual

ἱματηγός, -όν (Α)
αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -ηγός (< ἄγω, με λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αρχ-ηγός, κυν-ηγός].