ἱεροθέτης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(17)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱεροθέτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που όριζε τις ιερές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικαιο</i>-[[θέτης]], <i>παλαιο</i>-[[θέτης]].
|mltxt=[[ἱεροθέτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που όριζε τις ιερές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), [[πρβλ]]. <i>δικαιο</i>-[[θέτης]], <i>παλαιο</i>-[[θέτης]].
}}
}}

Revision as of 16:20, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, Anordner des Gottesdienstes, Dion. Areop.

Greek Monolingual

ἱεροθέτης, ὁ (Μ)
αυτός που όριζε τις ιερές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. δικαιο-θέτης, παλαιο-θέτης.