εργόχειρο: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐργόχειρον]])<br /><b>1.</b> υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο [[χέρι]], όχι με [[μηχανή]], [[χειροτέχνημα]]<br /><b>2.</b> χειρωνακτική [[εργασία]] [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]] <span style="color: red;">+</span> <i>χειρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χειρ]] «[[χέρι]]»)<br />[[πρβλ]]. | |mltxt=το (AM [[ἐργόχειρον]])<br /><b>1.</b> υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο [[χέρι]], όχι με [[μηχανή]], [[χειροτέχνημα]]<br /><b>2.</b> χειρωνακτική [[εργασία]] [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]] <span style="color: red;">+</span> <i>χειρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χειρ]] «[[χέρι]]»)<br />[[πρβλ]]. [[ιδιόχειρος]], [[πρόχειρος]] κ.λπ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM ἐργόχειρον)
1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα
2. χειρωνακτική εργασία μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι»)
πρβλ. ιδιόχειρος, πρόχειρος κ.λπ.].