Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θηριοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α και ως επίθ. [[θηριοτρόφος]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> αυτός που διατηρεί [[θηριοτροφείο]], που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> η [[χώρα]] ή ο [[τόπος]] όπου ζουν [[πολλά]] θηρία, θηριοβριθής, [[γεμάτος]] θηρία («[ἡ [[χώρα]]] εστίν [[ευδαίμων]], [[θηριοτρόφος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>ιχθυο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=ὁ (Α και ως επίθ. [[θηριοτρόφος]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> αυτός που διατηρεί [[θηριοτροφείο]], που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> η [[χώρα]] ή ο [[τόπος]] όπου ζουν [[πολλά]] θηρία, θηριοβριθής, [[γεμάτος]] θηρία («[ἡ [[χώρα]]] εστίν [[ευδαίμων]], [[θηριοτρόφος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[ιχθυοτρόφος]], [[ορνιθοτρόφος]]].
}}
}}

Revision as of 17:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριοτρόφος Medium diacritics: θηριοτρόφος Low diacritics: θηριοτρόφος Capitals: ΘΗΡΙΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: thēriotróphos Transliteration B: thēriotrophos Transliteration C: thiriotrofos Beta Code: qhriotro/fos

English (LSJ)

ον, (parox.) A abounding in wild beasts, of a country, Str.2.5.33; keeping wild beasts, Procl.Par.Ptol.250. II proparox., θηριότροφος, ον, Pass., fed on reptiles, Gal.11.143.

German (Pape)

[Seite 1210] wilde Thiere ernährend, hervorbringend, vom Lande, Strab. II, 131 u. Sp.; θηριότροφος, wilde Thiere essend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

θηριοτρόφος: -ον, ἔχων ἄφθονα θηρία, περὶ χώρας, Στράβ. 131· τρέφων ἄγρια θηρία, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 250. 11. ΙΙ. προπαροξ. θηριότροφος, ον, παθ., τρώγων ἄγρια ζῷα καὶ ἐξ αὐτῶν τρεφόμενος, Γαλην. 10. σ. 391.

Greek Monolingual

ὁ (Α και ως επίθ. θηριοτρόφος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. αυτός που διατηρεί θηριοτροφείο, που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις
αρχ.
ως επίθ. η χώρα ή ο τόπος όπου ζουν πολλά θηρία, θηριοβριθής, γεμάτος θηρία («[ἡ χώρα] εστίν ευδαίμων, θηριοτρόφος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυοτρόφος, ορνιθοτρόφος].