ισολεχής: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰσολεχὴς, -ές (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κλίνη]] με κάποιον [[άλλο]], όμόκοιτος, [[ὁμόλοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέχος]] «[[κρεβάτι]]»), [[πρβλ]]. <i>απειρο</i>-<i>λεχής</i>, <i>μονο</i>-<i>λεχής</i>].
|mltxt=ἰσολεχὴς, -ές (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κλίνη]] με κάποιον [[άλλο]], όμόκοιτος, [[ὁμόλοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέχος]] «[[κρεβάτι]]»), [[πρβλ]]. [[απειρολεχής]], [[μονολεχής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσολεχὴς, -ές (Α)
αυτός που έχει την ίδια κλίνη με κάποιον άλλο, όμόκοιτος, ὁμόλοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. απειρολεχής, μονολεχής].