ιχθυόεις: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν (Α [[ἰχθυόεις]], -εσσα, -εν)<br />[[γεμάτος]] ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με [[ψάρι]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η [[θάλασσα]] (<b>Ομ. Οδ.</b>). β) «[[ἰχθυόεις]] [[μυχός]]» — ο [[Βόσπορος]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. <i>βοτρυ</i>-<i>όεις</i>, <i>δακρυ</i>-<i>όεις</i>)].
|mltxt=-εσσα, -εν (Α [[ἰχθυόεις]], -εσσα, -εν)<br />[[γεμάτος]] ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με [[ψάρι]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η [[θάλασσα]] (<b>Ομ. Οδ.</b>). β) «[[ἰχθυόεις]] [[μυχός]]» — ο [[Βόσπορος]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. [[βοτρυόεις]], [[δακρυόεις]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:08, 23 August 2021

Greek Monolingual

-εσσα, -εν (Α ἰχθυόεις, -εσσα, -εν)
γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια
αρχ.
1. όμοιος με ψάρι
2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)
3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» — ο Βόσπορος (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -όεις (πρβλ. βοτρυόεις, δακρυόεις)].