ἰχθυόεις

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠόεις Medium diacritics: ἰχθυόεις Low diacritics: ιχθυόεις Capitals: ΙΧΘΥΟΕΙΣ
Transliteration A: ichthyóeis Transliteration B: ichthyoeis Transliteration C: ichthyoeis Beta Code: i)xquo/eis

English (LSJ)

ἰχθυόεσσα, ἰχθυόεν,
A full of fish, fishy, πόντος, Ἑλλήσποντος, Il.9.4,360; ἰ. κέλευθα, i.e. the sea, Od.3.177; μυχὸς ἰ., of the Bosporus, Ar.Th.324; fish-like, δέμας Opp.H.3.548.
II consisting of fish, θήρη ib.1.666; βόλος AP6.223 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1276] εσσα, εν, fischreich; πόντος Il. 9, 4; Ἑλλήσποντος 360; ἰχθυόεντα κέλευθα Od. 3, 177, die Pfade des Meeres; μυχός Ar. Th. 324; sp. D., τὸν ἐκ πελάγεος ἰχθυόεντα βόλον Antip. 14 (VI, 223).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
abondant en poissons.
Étymologie: ἰχθύς.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθῠόεις: όεσσα, όεν
1 рыбный, изобилующий рыбой (πόντος, Ἑλλήσποντος Hom.; μυχός Arph.): ἰχθυόεντα κέλευθα Hom. морские (досл. рыбные) пути;
2 рыбный, рыболовный (βόλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυόεις: εσσα, εν, (ἰχθὺς) πλήρης ἰχθύων, πόντος, Ἑλλήσποντος Ἰλ. Ι. 4, 360· ἰχθυόεντα κέλευθα, δηλ. ἡ θάλασσα, Ὀδ. Γ. 177· μυχὸς ἰχθ., ἐπὶ τοῦ Βοσπόρου, Ἀριστ. Θεσμ. 324· ὅμοιος πρὸς ἰχθύν, δέμας Ὀππ. Ἁλ 3. 548. ΙΙ. ἀποτελούμενος ἐξ ἰχθύων, θήρη Ὀππ. Ἁλ. 1. 666· ἰχθυϊκός, ἰχθυόεντα βόλον Ἀνθ. Π. 6. 223.

English (Autenrieth)

only -όεντι, -όεντα: abounding in fish, fishy.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν (Α ἰχθυόεις, -εσσα, -εν)
γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια
αρχ.
1. όμοιος με ψάρι
2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.)
3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» — η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» — ο Βόσπορος (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -όεις (πρβλ. βοτρυόεις, δακρυόεις)].

Greek Monotonic

ἰχθυόεις: -εσσα, -εν (ἰχθύς
I. αυτός που είναι γεμάτος ψάρια, σε Όμηρ.
II. αυτός που αποτελείται από ψάρια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰχθυόεις, εσσα, εν ἰχθύς
I. full of fish, fishy, Hom.
II. consisting of fish, Anth.