ιχθυηρός: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰχθυηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να δεχθεί ψάρια<br /><b>2.</b> [[ρυπαρός]], [[δυσώδης]]<br /><b>3.</b> αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν [[ἔλαιον]]» Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἰχθυηρά</i><br /><b>πάπ.</b> [[φόρος]] στα αλιευόμενα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἰχθυηρός]] [[ζωμός]]» — [[ψαρόσουπα]]<br />β) «[[πύλη]] ἡ ἰχθυηρά» — [[πύλη]] στην οποία πωλούνται ψάρια, [[ψαραγορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. <i>λυπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>οδυν</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=[[ἰχθυηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] να δεχθεί ψάρια<br /><b>2.</b> [[ρυπαρός]], [[δυσώδης]]<br /><b>3.</b> αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν [[ἔλαιον]]» Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἰχθυηρά</i><br /><b>πάπ.</b> [[φόρος]] στα αλιευόμενα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἰχθυηρός]] [[ζωμός]]» — [[ψαρόσουπα]]<br />β) «[[πύλη]] ἡ ἰχθυηρά» — [[πύλη]] στην οποία πωλούνται ψάρια, [[ψαραγορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[λυπηρός]], [[οδυνηρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:09, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰχθυηρός, -ά, -όν (Α)
1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια
2. ρυπαρός, δυσώδης
3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά
πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια
5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» — ψαρόσουπα
β) «πύλη ἡ ἰχθυηρά» — πύλη στην οποία πωλούνται ψάρια, ψαραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -ηρός (πρβλ. λυπηρός, οδυνηρός)].