κακόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακόθυμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[διάθεση]], [[βαρύθυμος]], [[κακόκεφος]], [[άκεφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κακώς]] διατεθειμένος, ο [[δυσμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]]), [[πρβλ]]. <i>γλυκύ</i>-<i>θυμος</i>, <i>οξύ</i>-<i>θυμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακόθυμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[διάθεση]], [[βαρύθυμος]], [[κακόκεφος]], [[άκεφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κακώς]] διατεθειμένος, ο [[δυσμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]]), [[πρβλ]]. [[γλυκύθυμος]], [[οξύθυμος]]].
}}
}}

Revision as of 18:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόθῡμος Medium diacritics: κακόθυμος Low diacritics: κακόθυμος Capitals: ΚΑΚΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: kakóthymos Transliteration B: kakothymos Transliteration C: kakothymos Beta Code: kako/qumos

English (LSJ)

ον, A ill-disposed, Man.4.564, Adam.2.24.

German (Pape)

[Seite 1300] übelgesinnt, abgeneigt, Sp., wie Man. 4, 564.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόθῡμος: ον κακῶς διατεθειμένος, Μανέθων 4. 564, Πολέμων ἐν Φυσιονγ. 251.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακόθυμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή διάθεση, βαρύθυμος, κακόκεφος, άκεφος
αρχ.
ο κακώς διατεθειμένος, ο δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. γλυκύθυμος, οξύθυμος].