κάχληκας: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[κάχληξ]], Α και [[κόχλαξ]])<br />στρογγυλό [[λιθάρι]] τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, [[χαλίκι]], [[βότσαλο]], [[κοχλάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε [[ονοματοποιία]] και συνδέεται με το [[καχλάζω]] «[[βουίζω]], [[κοχλάζω]]». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. -<i>ηξ</i> ([[πρβλ]]. <i>νάρθ</i>-<i>ηξ</i>, <i>τράπ</i>-<i>ηξ</i>). Κατά μια [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. <i>κάχλη</i>, [[μαζί]] με τη λατ. <i>calx</i> «[[χαλίκι]]», [[είναι]] δάνεια αιγαιακά (ίσως προελλην. γλωσσικού υποστρώματος), [[πρβλ]]. [[χάλιξ]]. Ο τ. [[κόχλαξ]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. σχηματισμένος ίσως κατ' επίδρασιν του [[κόχλος]] «[[κοχλίας]], [[σαλίγκαρος]]»].
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[κάχληξ]], Α και [[κόχλαξ]])<br />στρογγυλό [[λιθάρι]] τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, [[χαλίκι]], [[βότσαλο]], [[κοχλάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε [[ονοματοποιία]] και συνδέεται με το [[καχλάζω]] «[[βουίζω]], [[κοχλάζω]]». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. -<i>ηξ</i> ([[πρβλ]]. [[νάρθηξ]], [[τράπηξ]]). Κατά μια [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. <i>κάχλη</i>, [[μαζί]] με τη λατ. <i>calx</i> «[[χαλίκι]]», [[είναι]] δάνεια αιγαιακά (ίσως προελλην. γλωσσικού υποστρώματος), [[πρβλ]]. [[χάλιξ]]. Ο τ. [[κόχλαξ]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. σχηματισμένος ίσως κατ' επίδρασιν του [[κόχλος]] «[[κοχλίας]], [[σαλίγκαρος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ)
στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. -ηξ (πρβλ. νάρθηξ, τράπηξ). Κατά μια άλλη άποψη, η λ. κάχλη, μαζί με τη λατ. calx «χαλίκι», είναι δάνεια αιγαιακά (ίσως προελλην. γλωσσικού υποστρώματος), πρβλ. χάλιξ. Ο τ. κόχλαξ είναι μεταπλασμένος τ. σχηματισμένος ίσως κατ' επίδρασιν του κόχλος «κοχλίας, σαλίγκαρος»].