ιππόβοτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]], για [[εκτροφή]] αλόγων («καὶ μᾶλλον [[ἐπήρατος]] ἱπποβότοιο» — και πιο χαριτωμένη από [[τόπο]] που τρέφει άλογα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ιππόβοτος</i><br />[[ιστορικός]] της φιλοσοφίας της αρχαιότητας [[κατά]] την [[εποχή]] του Αυγούστου ή του Τιβερίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἱππόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]], για [[εκτροφή]] αλόγων («καὶ μᾶλλον [[ἐπήρατος]] ἱπποβότοιο» — και πιο χαριτωμένη από [[τόπο]] που τρέφει άλογα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ιππόβοτος</i><br />[[ιστορικός]] της φιλοσοφίας της αρχαιότητας [[κατά]] την [[εποχή]] του Αυγούστου ή του Τιβερίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. [[βούβοτος]], [[μηλόβοτος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:16, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἱππόβοτος, -ον (Α)
1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, κατάλληλος για βοσκή, για εκτροφή αλόγων («καὶ μᾶλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο» — και πιο χαριτωμένη από τόπο που τρέφει άλογα, Ομ. Οδ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ιππόβοτος
ιστορικός της φιλοσοφίας της αρχαιότητας κατά την εποχή του Αυγούστου ή του Τιβερίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βούβοτος, μηλόβοτος].