ἐπήρατος

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπήρᾰτος Medium diacritics: ἐπήρατος Low diacritics: επήρατος Capitals: ΕΠΗΡΑΤΟΣ
Transliteration A: epḗratos Transliteration B: epēratos Transliteration C: epiratos Beta Code: e)ph/ratos

English (LSJ)

ἐπήρατον, (ἔραμαι) lovely, delightsome, δαίς Il.9.228; εἵματα Od.8.366; freq. of places, [Ἰθάκη] μᾶλλον ἐ. ἱπποβότοιο 4.606; νῆσος Hes.Fr.76.4; also καλὸν εἶδος ἐπήρατον Id.Op.63; ἐπήρατον ὄσσαν ἱεῖσαι Id.Th.67; ἐπήρατον ἴαχον ὄρθιον Sapph.Supp.20c.4; κῦδος Alc. Supp.23.13; later of persons, ἐ. νεάνιδες A.Eu.958 (lyr.); παρθενική A.R.3.1099.

German (Pape)

[Seite 920] geliebt, liebenswürdig, anmutig; δαίς Il. 9, 228; εἵματα Od. 8, 366; ἄντρον 13, 113; öfter von Städten u. Ländern, weshalb Nitzsch zu Od. 4, 606 darin den Begriff des Hochaufsteigenden (ἄρω), Erhabenen findet; Hes. vrbdt es mit εἶδος, ὄσσα, O. 63 Th. 67; Pind. κλέος, δόξα, P. 5, 73 I. 5, 11; Aesch. νεανίδων ἐπηράτων, Eum. 917; sp. D., ὄνομα, παρθενική, Ap. Rh. 3, 5. 1099; ἡμέρα Dionys. 2; ναυσὶν ἐπήρατος ὅρμος D. Per. 617.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d'être aimé, aimable, charmant, délicieux.
Étymologie: ἐπί, ἐράω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπήρᾰτος: приятный, прекрасный, восхитительный, замечательный (δαίς, ἄντρον, εἵματα Hom.; κλέος Pind.); прелестный, очаровательный (εἶδος, ὄσσα Hes.; νεάνιδες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήρᾰτος: -ον, (ἐράω), ἐπὶ ἀψύχων, εὐχάριστος, εὐφρόσυνος, χαρίεις, δαιτὸς ἐπηράτου, «ἐπεράστου, καλῆς, ἡδείας» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 228· εἵματα ἕσσαν ἐπ. Ὀδ. Θ. 366· καὶ συχνάκις ἐπὶ τόπων, ὡς ἡ Ἰθάκη περὶ ἧς λέγει ὁ Τηλέμαχος ὅτι ἦτο αὐτῷ, μᾶλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο, μᾶλλον ἐπέραστος ἐμὴ ἱπποβότου χώρας, Δ. 606. Ὁ Ὅμ. οὐδέποτε μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ προσώπων, ὁ δὲ Ἡσ. μόνον ἐπὶ τῆς μορφῆς ἢ τῆς φωνῆς (τῶν θεαινῶν), καλὸν εἶδος, ἐπήρατον Ἔργ. κ. Ἡμ. 63· ἐπήρατον ὄσσαν ἱεῖσαι Θ. 67· ἀλλ’, ἐπ. νεάνιδες Αἰσχύλ. Εὐμ. 959· παρθενικὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1099. Πρβλ. ἐπιήρανος.

English (Autenrieth)

(ἐράω): lovely, charming, only of things and places, Od. 8.366, Od. 4.606, Il. 18.512.

English (Slater)

ἐπήρᾰτος delightsome τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (P. 5.73) σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον (I. 6.12)

Greek Monolingual

ἐπήρατος, -ον (Α)
1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.)
2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. του ερώ «αγαπώ»), το -η- του τ. λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ἐπήρᾰτος: -ον (ἐράω), χαριτωμένος, γοητευτικος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἐπ-ήρᾰτος, ον ἐράω
lovely, charming, Hom.

Translations

lovely

Bulgarian: възхитителен, очарователен; Catalan: encantador; Czech: líbezný; Danish: dejlig, yndig; Dutch: liefelijk, lieflijk, beminnelijk; Esperanto: aminda, bela; Faroese: deiligur; Finnish: suloinen, viehättävä, miellyttävä; Galician: adorábel; Georgian: მშვენიერი, ტურფა, საუცხოო, საყვარელი, მომხიბლავი, მიმზიდველი, სასიამოვნო, სანდომიანი, წარმტაცი, თვალწარმტაცი; German: lieblich, liebreizend, herrlich, schön; Greek: ωραίος, ευχάριστος; Ancient Greek: ἀξιέραστος, ἐπαφρόδιτος, ἐπέραστος, ἐπήρατος, ἐραννός, ἐράσμιος, ἐρατεινός, ἐρατός, ἐρόεις, εὐήρατος, εὐπρεπής, ἱμερόεις, ἱμερτός, λαρός, χαρίεις, χαρίεν, χαρίεσσα; Italian: bello, magnifico; Japanese: 綺麗; Latin: amabilis, venustus; Latvian: mīlīgs; Middle English: wlonk, lefly, lovely, lovesom; Norwegian Bokmål: deilig, vakker; Old English: lēoflīċ; Plautdietsch: schmock, scheen; Portuguese: adorável, amável, querido; Russian: восхитительный; Sanskrit: गूर्त, मञ्जु; Swedish: vacker, härlig; Ukrainian: чудовий; Vietnamese: dễ thương; Welsh: hyfryd