κεφαλών: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεφαλών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την [[ονομασία]] [[χαμαίρωψ]] ο [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> το κεφαλωτόν, το [[φυτό]] [[πράσο]]<br /><b>3.</b> [[μεγαλοκέφαλος]], [[κεφάλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> / -<i>ώνος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κεφαλών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την [[ονομασία]] [[χαμαίρωψ]] ο [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> το κεφαλωτόν, το [[φυτό]] [[πράσο]]<br /><b>3.</b> [[μεγαλοκέφαλος]], [[κεφάλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> / -<i>ώνος</i> ([[πρβλ]]. [[πευκών]], [[πυλών]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A fan-palm, Chamaerops humilis, Pall.Agr.5.4.5. II = κεφαλωτόν, BGU1118.12 (i B.C.). III = capito, Gloss.
Greek Monolingual
κεφαλών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. είδος δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την ονομασία χαμαίρωψ ο ταπεινός
2. το κεφαλωτόν, το φυτό πράσο
3. μεγαλοκέφαλος, κεφάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ων / -ώνος (πρβλ. πευκών, πυλών)].