κρεμάδα: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />[[σταφύλι]] που φυλάγεται κρεμασμένο για να διατηρηθεί για πολύ καιρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[κρεμ]]- του [[κρεμῶ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i>, που απαντά [[συνήθως]] σε μετονοματικά παρ. ([[πρβλ]]. <i>ασχημ</i>-<i>άδα</i>, <i>λεμον</i>-<i>άδα</i>)].
|mltxt=η<br />[[σταφύλι]] που φυλάγεται κρεμασμένο για να διατηρηθεί για πολύ καιρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[κρεμ]]- του [[κρεμῶ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i>, που απαντά [[συνήθως]] σε μετονοματικά παρ. ([[πρβλ]]. [[ασχημάδα]], [[λεμονάδα]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
σταφύλι που φυλάγεται κρεμασμένο για να διατηρηθεί για πολύ καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμ- του κρεμῶ + κατάλ. -άδα, που απαντά συνήθως σε μετονοματικά παρ. (πρβλ. ασχημάδα, λεμονάδα)].