λιποβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιποβλέφαρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει βλέφαρα<br /><b>2.</b> ο [[αόμματος]], ο [[τυφλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), [[πρβλ]]. <i>ελικο</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>χαριτο</i>-<i>βλέφαρος</i>].
|mltxt=[[λιποβλέφαρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει βλέφαρα<br /><b>2.</b> ο [[αόμματος]], ο [[τυφλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), [[πρβλ]]. [[ελικοβλέφαρος]], [[χαριτοβλέφαρος]]].
}}
}}

Revision as of 18:50, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 51] von den Augenlidern, Augen verlassen, blind, κύκλος, Nonn. par. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποβλέφᾰρος: -ον, ἄνευ βλεφάρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 9. 1.

Greek Monolingual

λιποβλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει βλέφαρα
2. ο αόμματος, ο τυφλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικοβλέφαρος, χαριτοβλέφαρος].