μελάνοφρυς: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελάνοφρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα φρύδια, [[μαυροφρύδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὀφρῦς]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μελάνοφρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα φρύδια, [[μαυροφρύδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὀφρῦς]] ([[πρβλ]]. [[κυάνοφρυς]], [[λεύκοφρυς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 23 August 2021
English (LSJ)
υ, gen. υος, A black- or beetle-browed, Hdn.Gr.1.237, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνοφρυς: υ, γενικ. -υος, ὁ ἔχων πυκνὰς μελαίνας ὀφρῦς, «μαυροφύδης», Ἡσύχ., Ἀρκάδ. 91.
Greek Monolingual
μελάνοφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια, μαυροφρύδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀφρῦς (πρβλ. κυάνοφρυς, λεύκοφρυς)].