ἱμανήθρη: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμανήθρη]], ἡ (Α)<br />[[ιμονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. <i>ιμάς</i>, -<i>άντος</i> (<b>βλ.</b> [[ιμάντας]]) και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμανῶ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἵμων</i> ([[πρβλ]]. [[ιμονιά]]). Εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>η</i>-<i>θρα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[επίθημα]] -<i>θρον</i> / -<i>θρα</i> παρεκτεταμένο με -<i>η</i>-), [[πρβλ]]. <i>δακτυλ</i>-<i>ήθρα</i>, <i>κολυμβ</i>-<i>ήθρα</i>].
|mltxt=[[ἱμανήθρη]], ἡ (Α)<br />[[ιμονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. <i>ιμάς</i>, -<i>άντος</i> (<b>βλ.</b> [[ιμάντας]]) και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμανῶ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἵμων</i> ([[πρβλ]]. [[ιμονιά]]). Εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>η</i>-<i>θρα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[επίθημα]] -<i>θρον</i> / -<i>θρα</i> παρεκτεταμένο με -<i>η</i>-), [[πρβλ]]. [[δακτυλήθρα]], [[κολυμβήθρα]]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 19:17, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμανήθρη Medium diacritics: ἱμανήθρη Low diacritics: ιμανήθρη Capitals: ΙΜΑΝΗΘΡΗ
Transliteration A: himanḗthrē Transliteration B: himanēthrē Transliteration C: imanithri Beta Code: i(manh/qrh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,= ἱμονιά, Herod.5.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμανήθρη: (ἱμονήθρη Rutherfoed), ἡ, = ἱμονιά, τὴν ἱμανήθρην τοῦ κάδου ταχέως λῦσον Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 5. 11.

Greek Monolingual

ἱμανήθρη, ἡ (Α)
ιμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ιμάς, -άντος (βλ. ιμάντας) και προέρχεται πιθ. από ἱμανῶ < ἵμων (πρβλ. ιμονιά). Εμφανίζει επίθημα -η-θρα (< επίθημα -θρον / -θρα παρεκτεταμένο με -η-), πρβλ. δακτυλήθρα, κολυμβήθρα].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: well-rope (Herod. 5, 11).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like κολυμβήθρα (: κολυμβάω), ἀλινδήθρα (: ἀλινδέω, ἀλίνδω) a. o. (Schwyzer 533, Chantr. Form. 373f.), so from a verb *ἱμανάω (Bechtel Dial. 3, 304) or *ἱμαίνω; s. on ἱμάς (esp. ἱμονιά).

Frisk Etymology German

ἱμανήθρη: {himanḗthrē}
Grammar: f.
Meaning: Brunnenseil (Herod. 5, 11).
Etymology : Bildung wie κολυμβήθρα (: κολυμβάω), ἀλινδήθρα (: ἀλινδέω, ἀλίνδω) u. a. (Schwyzer 533, Chantraine Formation 373f.), somit von einem Verb *ἱμανάω (Bechtel Dial. 3, 304) oder von *ἱμαίνω; s. zu ἱμάς.
Page 1,723