θυλακοτρώξ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυλακοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μῡς<br />οἱ δὲ [[ἀκρίς]]» — ο [[ποντικός]], κατ' άλλους η [[ακρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), [[πρβλ]]. <i>κυαμο</i>-[[τρώξ]], <i>φυλλο</i>-[[τρώξ]].
|mltxt=[[θυλακοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μῡς<br />οἱ δὲ [[ἀκρίς]]» — ο [[ποντικός]], κατ' άλλους η [[ακρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), [[πρβλ]]. [[κυαμοτρώξ]], [[φυλλοτρώξ]].
}}
}}

Revision as of 07:30, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλᾰκοτρώξ Medium diacritics: θυλακοτρώξ Low diacritics: θυλακοτρώξ Capitals: ΘΥΛΑΚΟΤΡΩΞ
Transliteration A: thylakotrṓx Transliteration B: thylakotrōx Transliteration C: thylakotroks Beta Code: qulakotrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, A gnawing sacks, Hsch., Hdn.Gr.2.37.

German (Pape)

[Seite 1222] ῶγος, den Sack zernagend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, κατατρώγων θύλακας, «μῦς, οἱ δὲ ἀκρὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θυλακοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια
2. (κατά τον Ησύχ.) «μῡς
οἱ δὲ ἀκρίς» — ο ποντικός, κατ' άλλους η ακρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμοτρώξ, φυλλοτρώξ.