κυαμοτρώξ

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰμοτρώξ Medium diacritics: κυαμοτρώξ Low diacritics: κυαμοτρώξ Capitals: ΚΥΑΜΟΤΡΩΞ
Transliteration A: kyamotrṓx Transliteration B: kyamotrōx Transliteration C: kyamotroks Beta Code: kuamotrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, bean-eater, Ar.Eq.41 (with allusion to κυαμος ΙΙ).

German (Pape)

[Seite 1521] ῶγος, ὁ, Bohnenfresser, heißt der Richter Ar. Equ. 41, mit Anspielung auf das Wählen durch Bohnen, vgl. Schol.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ) :
mangeur de fèves.
Étymologie: κύαμος, τραγεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυαμοτρώξ -ῶγος, ὁ [κύαμος, τρώγω] bonenvreter.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰμοτρώξ: ῶγος ὁ ирон. пожиратель бобов, бобоед (о судье, должность которого замещалась в порядке жеребьевки бобами) Arph.

Greek Monolingual

κυαμοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που τρώγει κυάμους
2. αυτός που ψηφίζει όποιον του δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ
ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. θηλακοτρώξ, φυλλοτρώξ.

Greek Monotonic

κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ (τρώγω), αυτός που τρώει φασόλια, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ὁ τρώγων κυάμους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 41, πρβλ. Λυσ. 537, 690, ― ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν πολιτικὴν χρῆσιν τῶν κυάμων ἐν Ἀθήναις· ἴδε κύαμος ΙΙ.

Middle Liddell

κυᾰμο-τρώξ, ῶγος, ὁ, τρώγω
bean-eater, Ar.