ιαμβειοφάγος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰαμβειοφάγος]], ὁ (Α)<br />αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους [[κατά]] την [[απαγγελία]] («ὁ [[βάσκανος]] [[οὗτος]] [[ἰαμβειοφάγος]]», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιαμβείος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[εσθίω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰαμβειοφάγος]], ὁ (Α)<br />αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους [[κατά]] την [[απαγγελία]] («ὁ [[βάσκανος]] [[οὗτος]] [[ἰαμβειοφάγος]]», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιαμβείος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[εσθίω]]), [[πρβλ]]. [[βιβλιοφάγος]], [[χορτοφάγος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 24 August 2021
Greek Monolingual
ἰαμβειοφάγος, ὁ (Α)
αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους κατά την απαγγελία («ὁ βάσκανος οὗτος ἰαμβειοφάγος», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαμβείος + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. βιβλιοφάγος, χορτοφάγος.