ισχυρογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, αρσ. και [[ισχυρογνώμονας]] (ΑΜ [[ἰσχυρογνώμων]], -ον)<br />αυτός που επιμένει στη [[γνώμη]] του, [[ακόμη]] κι όταν [[είναι]] εσφαλμένη ή παράλογη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. <i>ετερο</i>-[[γνώμων]], <i>σκληρο</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=-ον, αρσ. και [[ισχυρογνώμονας]] (ΑΜ [[ἰσχυρογνώμων]], -ον)<br />αυτός που επιμένει στη [[γνώμη]] του, [[ακόμη]] κι όταν [[είναι]] εσφαλμένη ή παράλογη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. [[ετερογνώμων]], [[σκληρογνώμων]].
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 24 August 2021

Greek Monolingual

-ον, αρσ. και ισχυρογνώμονας (ΑΜ ἰσχυρογνώμων, -ον)
αυτός που επιμένει στη γνώμη του, ακόμη κι όταν είναι εσφαλμένη ή παράλογη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ετερογνώμων, σκληρογνώμων.