καμπυλωτός: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />σχηματισμένος [[κατά]] [[καμπύλη]] [[γραμμή]], αυτός που έχει καμπύλες γραμμές, [[καμπύλος]], [[κυρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]], [[πρβλ]]. <i>θολ</i>-[[ωτός]], <i>τουρλ</i>-[[ωτός]]].
|mltxt=-ή, -ό<br />σχηματισμένος [[κατά]] [[καμπύλη]] [[γραμμή]], αυτός που έχει καμπύλες γραμμές, [[καμπύλος]], [[κυρτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]], [[πρβλ]]. [[θολωτός]], [[τουρλωτός]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 24 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
σχηματισμένος κατά καμπύλη γραμμή, αυτός που έχει καμπύλες γραμμές, καμπύλος, κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. -ωτός, πρβλ. θολωτός, τουρλωτός].