ιερακοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερακοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει γεράκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] ([[πρβλ]]. <i>ανδρο</i>-[[κτόνος]], <i>πατρο</i>-[[κτόνος]])].
|mltxt=[[ἱερακοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει γεράκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] ([[πρβλ]]. [[ανδροκτόνος]], [[πατροκτόνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἱερακοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει γεράκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδροκτόνος, πατροκτόνος)].