κυδωνίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυδωνίτης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κυδωνίτης]] [[οἶνος]]» — [[οίνος]] που έχει παρασκευαστεί από κυδώνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυδώνιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]], κατάλ. που απαντά [[συχνά]] σε ονομασίες οίνων ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κυδωνίτης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κυδωνίτης]] [[οἶνος]]» — [[οίνος]] που έχει παρασκευαστεί από κυδώνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυδώνιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]], κατάλ. που απαντά [[συχνά]] σε ονομασίες οίνων ([[πρβλ]]. [[αιματίτης]], [[φοινικίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:50, 24 August 2021
English (LSJ)
[ῑ] οἶνος, ὁ, A quince-wine, Dsc.5.20.
German (Pape)
[Seite 1525] οἶνος, ὁ, Quittenwein, Pallad. 11, 20.
Greek Monolingual
κυδωνίτης, ὁ (Α)
φρ. «κυδωνίτης οἶνος» — οίνος που έχει παρασκευαστεί από κυδώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + -ίτης, κατάλ. που απαντά συχνά σε ονομασίες οίνων (πρβλ. αιματίτης, φοινικίτης)].