κυρτοκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυρτοκάπηλος]], ὁ (Α)<br />ο [[πωλητής]] κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύρτος]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] «[[μικρέμπορος]], μικροπωλητής» ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κυρτοκάπηλος]], ὁ (Α)<br />ο [[πωλητής]] κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύρτος]] <span style="color: red;">+</span> [[κάπηλος]] «[[μικρέμπορος]], μικροπωλητής» ([[πρβλ]]. [[ελαιοκάπηλος]], [[οινοκάπηλος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 24 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
κυρτοκάπηλος: ὁ, πωλητὴς ἁλιευτικῶν σκευῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 9180.
Greek Monolingual
κυρτοκάπηλος, ὁ (Α)
ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιοκάπηλος, οινοκάπηλος)].