κρανοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο<br />αυτός που [[φορά]] [[κράνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>δορυ</i>-[[φόρος]], <i>τυφεκιο</i>-[[φόρος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή].
|mltxt=-ο<br />αυτός που [[φορά]] [[κράνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[δορυφόρος]], [[τυφεκιοφόρος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή].
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 24 August 2021

Greek Monolingual

-ο
αυτός που φορά κράνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυφόρος, τυφεκιοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή].