μεσοστάτης: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσοστάτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που στέκεται στο [[μέσο]], ο [[μεσαίος]] [[στύλος]] ή [[παραστάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του ([[ἵστημι]], [[πρβλ]]. <i>στα</i>-<i>τός</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μεσοστάτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που στέκεται στο [[μέσο]], ο [[μεσαίος]] [[στύλος]] ή [[παραστάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του ([[ἵστημι]], [[πρβλ]]. <i>στα</i>-<i>τός</i>), [[πρβλ]]. [[ιεροστάτης]], [[χοροστάτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:55, 24 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A inner beam or standard in the plinth of a torsion-engine, Ph.Bel.55.12, Hero Bel.104.9, Apollod.Poliorc.165.10, al.
German (Pape)
[Seite 140] ὁ, der in der Mitte steht, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοστάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ μέσῳ ἱστάμενος, ὁ μεσαῖος στῦλος, Ἥρων Βελοπ. σ. 137.
Greek Monolingual
μεσοστάτης, ὁ (Α)
αυτός που στέκεται στο μέσο, ο μεσαίος στύλος ή παραστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -στάτης (< θ. στα- του (ἵστημι, πρβλ. στα-τός), πρβλ. ιεροστάτης, χοροστάτης].