μακροκάνης: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ικο<br />αυτός που έχει [[μακριά]] σκέλη, [[μακριά]] πόδια, [[μακροπόδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κάνης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κανί]] «[[κνήμη]]»), [[πρβλ]]. <i>στραβο</i>-[[κάνης]].
|mltxt=-α, -ικο<br />αυτός που έχει [[μακριά]] σκέλη, [[μακριά]] πόδια, [[μακροπόδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κάνης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κανί]] «[[κνήμη]]»), [[στραβοκάνης]].
}}
}}

Revision as of 09:35, 25 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ικο
αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια, μακροπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -κάνης (< κανί «κνήμη»), στραβοκάνης.