ὀνοκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνοκόπος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), | |mltxt=[[ὀνοκόπος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. [[θυροκόπος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:11, 25 August 2021
English (LSJ)
ον, A chipping millstones, Alex.13.
German (Pape)
[Seite 348] den Mühlstein, ὄνος, klopfend, schärfend, Poll. 7, 20 aus Alexis.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοκόπος: -ον, ὁ κόπτων, κατεργαζόμενος μυλόπετρας, Ἄλεξις ἐν «Ἀμφωτίδι» 1, ἴδε μυλοκόπος.
Greek Monolingual
ὀνοκόπος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυροκόπος.