ουρανοφοίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐρανοφοίτης]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που πορεύεται στον ουρανό, [[ουρανοβάμων]] («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», <b>Ευστ.</b> Πον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]]), <b>πρβλ.</b> <i>ορει</i>-[[φοίτης]].
|mltxt=[[οὐρανοφοίτης]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που πορεύεται στον ουρανό, [[ουρανοβάμων]] («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», <b>Ευστ.</b> Πον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]]), [[πρβλ]]. [[ορειφοίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

οὐρανοφοίτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται στον ουρανό, ουρανοβάμων («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», Ευστ. Πον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορειφοίτης.