ολονύχτιος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ολονύκτιος]] -α, -ο (ΑΜ [[ὁλονύκτιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί όλη τη [[νύχτα]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὁλονυκτιον</i><br />[[ολονυχτίς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολονυχτίως</i> και <i>ολονυκτίως</i><br />καθ' όλη τη [[νύχτα]], [[ολονυχτίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Ὁλο</i>-[[νύκτιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νύκτιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i>), | |mltxt=και [[ολονύκτιος]] -α, -ο (ΑΜ [[ὁλονύκτιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί όλη τη [[νύχτα]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὁλονυκτιον</i><br />[[ολονυχτίς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολονυχτίως</i> και <i>ολονυκτίως</i><br />καθ' όλη τη [[νύχτα]], [[ολονυχτίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Ὁλο</i>-[[νύκτιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νύκτιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i>), [[πρβλ]]. [[μεσονύκτιος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 25 August 2021
Greek Monolingual
και ολονύκτιος -α, -ο (ΑΜ ὁλονύκτιος, -ον)
αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) ὁλονυκτιον
ολονυχτίς.
επίρρ...
ολονυχτίως και ολονυκτίως
καθ' όλη τη νύχτα, ολονυχτίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ὁλο-νύκτιος < ὁλ(ο)- + -νύκτιος (< νύξ, νυκτός), πρβλ. μεσονύκτιος.