τειχεσιπλήκτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(40) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που πλήττει τα τείχη («[[τειχεσιπλήκτης]] [[κριός]]», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τείχεσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλήκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), | |mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που πλήττει τα τείχη («[[τειχεσιπλήκτης]] [[κριός]]», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τείχεσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλήκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[ἰσχυροπλήκτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 25 August 2021
German (Pape)
[Seite 1080] der die Mauern schlägt, der Manerstürmer, Sp.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
αυτός που πλήττει τα τείχη («τειχεσιπλήκτης κριός», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + πλήκτης (< πλήσσω), πρβλ. ἰσχυροπλήκτης.