σχοινοδρόμος: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ελκόμενο [[ντεκοβίλ]] χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε [[μεταλλεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τρέχει, που βαδίζει [[πάνω]] σε [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ελκόμενο [[ντεκοβίλ]] χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε [[μεταλλεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τρέχει, που βαδίζει [[πάνω]] σε [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[πελαγοδρόμος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:22, 25 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A rope-climber, ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. σχοινίον.
German (Pape)
[Seite 1057] auf dem Seile laufend, gehend, Hesych. v. σχοινίον.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοδρόμος: ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ σχοινίων, ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία
αρχ.
αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγοδρόμος.