δανοτής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=danotis | |Transliteration C=danotis | ||
|Beta Code=danoth/s | |Beta Code=danoth/s | ||
|Definition=ῆτος, ἡ, | |Definition=ῆτος, ἡ, perhaps <span class="sense"><span class="bld">A</span> f.l. for [[δαϊοτῆτος]] (cf. <b class="b3">δηι-</b>), ἁμερίων μόχθων καὶ δανοτῆτος <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>369</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:40, 14 September 2021
English (LSJ)
ῆτος, ἡ, perhaps A f.l. for δαϊοτῆτος (cf. δηι-), ἁμερίων μόχθων καὶ δανοτῆτος S.Fr.369.
Spanish (DGE)
(δᾱνοτής) -ῆτος, ἡ
sent. dud., quizá destrucción, incendio S.Fr.369, cf. δανέω, δάνος, -ου, ὁ.
Greek Monolingual
δανοτής (-ῆτος), η (Α)
το να είναι κανείς θνητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη η λ. δανοτής < δανός «ξερός» ενώ κατ' άλλους πρόκειται για εσφαλμένη γραφή αντί του τ. δαϊοτήτος].