σμῆμα: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=smima | |Transliteration C=smima | ||
|Beta Code=smh=ma | |Beta Code=smh=ma | ||
|Definition=Dor. σμᾶμα | |Definition=Dor. [[σμᾶμα]] Theoc.15.30, ατος, τό, ([[σμάω]])<br><span class="bld">A</span> [[soap]], [[unguent]], Antiph.136, Philox.2.40, Theoc. l.c., Aristid.Or.49(25).36; written [[ζμῆμα]] PRyl.230.8 (i A.D.), PLond.2.243.23 (iv A.D.); cf. [[σμάω]] ''1'' fin. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:42, 17 September 2021
English (LSJ)
Dor. σμᾶμα Theoc.15.30, ατος, τό, (σμάω)
A soap, unguent, Antiph.136, Philox.2.40, Theoc. l.c., Aristid.Or.49(25).36; written ζμῆμα PRyl.230.8 (i A.D.), PLond.2.243.23 (iv A.D.); cf. σμάω 1 fin.
German (Pape)
[Seite 910] τό, = σμῆγμα, Philoxen. coen. bei Ath. IX, 409 f; nach Phryn. die attische Form, Lob. p. 253.
Greek (Liddell-Scott)
σμῆμα: τό, (σμάω) κυρίως πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς καθαρισμόν, σάπων, ἀλοιφὴ καθαρτική, «πηλός», Ἀντιφάν. ἐν «Κωρυκ.» 1, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 409Ε· σμῆγμα λέγεται ἧττον Ἀττικόν, ἴδε σμάω ἐν τέλει.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. σμᾱμα, -ήματος, τὸ, Α
καθετί που χρησιμεύει για καθαρισμό, σαπούνι, απορρυπαντική αλοιφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμη- του σμῶ + κατάλ. -μα. Ο τ. σμᾶμα της Αλεξανδρινής είναι σχηματισμένος κατά τους δωρ. τ.].