οὐριβάτας: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐριβάτας:''' -ου, ὁ , ποιητ. και Δωρ. αντί [[ὀρειβάτης]], αυτός που περπατά, που τριγυρίζει στα βουνά, σε Ευρ.· επίσης [[ὀριβάτης]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''οὐριβάτας:''' -ου, ὁ, ποιητ. και Δωρ. αντί [[ὀρειβάτης]], αυτός που περπατά, που τριγυρίζει στα βουνά, σε Ευρ.· επίσης [[ὀριβάτης]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οὐρῐβάτᾱς:''' ου (βᾰ) adj. m Eur. = [[ὀρειβάτης]].
|elrutext='''οὐρῐβάτᾱς:''' ου (βᾰ) adj. m Eur. = [[ὀρειβάτης]].
}}
}}

Revision as of 09:58, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρῐβάτας Medium diacritics: οὐριβάτας Low diacritics: ουριβάτας Capitals: ΟΥΡΙΒΑΤΑΣ
Transliteration A: ouribátas Transliteration B: ouribatas Transliteration C: ourivatas Beta Code: ou)riba/tas

English (LSJ)

[βᾰ], ου, ὁ, poet. for ὀρειβάτης, A walking the mountains, E.Fr.773.27 (lyr.), cj. in Id.El.170 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

οὐριβάτας: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρειβάτης, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ὄρη, Εὐρ. Ἠλ. 170, Ἀποσπ. 775. 25· ὀριβάτας Ἀριστοφ. Ὄρν. 276. - Περὶ τοῦ τύπου ἰδὲ Dind. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
poét. c. ὀρειβάτης.

Greek Monolingual

οὐριβάτας, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. ορειβάτης.

Greek Monotonic

οὐριβάτας: -ου, ὁ, ποιητ. και Δωρ. αντί ὀρειβάτης, αυτός που περπατά, που τριγυρίζει στα βουνά, σε Ευρ.· επίσης ὀριβάτης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

οὐρῐβάτᾱς: ου (βᾰ) adj. m Eur. = ὀρειβάτης.