ἀποφύλιος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφύλιος''': -ον, ὁ μὴ ἀνήκων εἰς φυλήν, «ἀποφύλιοι· ξένοι, οἱ μὴ ἔχοντες φυλὴν Αἰσχύλος (...) σατυρικῷ» Ἡσύχ. (Ἀποσπάσμ. Αἰσχύλ. 375) ,Πολυδ. Γ΄, 56.
|lstext='''ἀποφύλιος''': -ον, ὁ μὴ ἀνήκων εἰς φυλήν, «ἀποφύλιοι· ξένοι, οἱ μὴ ἔχοντες φυλὴν Αἰσχύλος (...) σατυρικῷ» Ἡσύχ. (Ἀποσπάσμ. Αἰσχύλ. 375),Πολυδ. Γ΄, 56.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:10, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφύλιος Medium diacritics: ἀποφύλιος Low diacritics: αποφύλιος Capitals: ΑΠΟΦΥΛΙΟΣ
Transliteration A: apophýlios Transliteration B: apophylios Transliteration C: apofylios Beta Code: a)pofu/lios

English (LSJ)

[ῡ], ον, A having no tribe, i.e. foreign, A.Fr.287, Poll.3.56.

German (Pape)

[Seite 335] (φῦλον), von fremdem Volksstamm, Aesch. frg. 382.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφύλιος: -ον, ὁ μὴ ἀνήκων εἰς φυλήν, «ἀποφύλιοι· ξένοι, οἱ μὴ ἔχοντες φυλὴν Αἰσχύλος (...) σατυρικῷ» Ἡσύχ. (Ἀποσπάσμ. Αἰσχύλ. 375),Πολυδ. Γ΄, 56.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
sin tribu, apátrida ξένοι A.Fr.287, cf. Poll.3.56.

Greek Monolingual

ἀποφύλιος, -ον (Α)
αυτός που δεν ανήκει σε φυλή, ο ξένος.