ἀποφύλιος

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφύλιος Medium diacritics: ἀποφύλιος Low diacritics: αποφύλιος Capitals: ΑΠΟΦΥΛΙΟΣ
Transliteration A: apophýlios Transliteration B: apophylios Transliteration C: apofylios Beta Code: a)pofu/lios

English (LSJ)

[ῡ], ον, having no tribe, i.e. foreign, A.Fr.287, Poll.3.56.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
sin tribu, apátrida ξένοι A.Fr.287, cf. Poll.3.56.

German (Pape)

[Seite 335] (φῦλον), von fremdem Volksstamm, Aesch. frg. 382.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφύλιος: -ον, ὁ μὴ ἀνήκων εἰς φυλήν, «ἀποφύλιοι· ξένοι, οἱ μὴ ἔχοντες φυλὴν Αἰσχύλος (...) σατυρικῷ» Ἡσύχ. (Ἀποσπάσμ. Αἰσχύλ. 375),Πολυδ. Γ΄, 56.

Greek Monolingual

ἀποφύλιος, -ον (Α)
αυτός που δεν ανήκει σε φυλή, ο ξένος.