μεγαλουργία: Difference between revisions
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ἡ, = [[μεγαλοεργία]], Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v. l. [[μεγαλοεργία]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ἡ, = [[μεγαλοεργία]], Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, [[varia lectio|v.l.]] [[μεγαλοεργία]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:45, 9 January 2022
English (LSJ)
contr. for μεγαλοεργία.
German (Pape)
[Seite 107] ἡ, = μεγαλοεργία, Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v.l. μεγαλοεργία.
French (Bailly abrégé)
c. μεγαλοεργία.
Greek Monolingual
η (Α μεγαλουργία και μεγαλοεργία μεγαλουργός
1. η πραγματοποίηση μεγάλου έργου
2. σπουδαίο έργο που έχει συντελεστεί, το μεγαλούργημα
αρχ.
επιδεικτικά μεγαλοπρεπής πράξη.