σκῆπτον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκῆπτον:''' τό v. l. = [[σκῆπτρον]]. | |elrutext='''σκῆπτον:''' τό [[varia lectio|v.l.]] = [[σκῆπτρον]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 9 January 2022
English (LSJ)
*σκῆπτον, τό, = σκῆπτρον, only in Doric form σκᾶπτον, and compds. σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπτοφόρος.
German (Pape)
[Seite 896] τό, statt σκῆπτρον, scheint sich nur in der dor. Form σκᾶπτον u. in den Zusammensetzungen σκηπτοῦχος, σκηπτουχία erhalten zu haben.
Greek (Liddell-Scott)
σκῆπτον: τό, ἀντὶ σκῆπτρον, φαίνεται ὅτι εὑρίσκεται μόνον ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ σκᾶπτον, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπτοβάμων.
Greek Monotonic
σκῆπτον: τό, αντί σκῆπτρον, μόνον στον Δωρ. τύπο σκᾶπτον και στα σύνθ. σκηπτ-οῦχος, σκηπτουχία.