ὑπότροφος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotrofos
|Transliteration C=ypotrofos
|Beta Code=u(po/trofos
|Beta Code=u(po/trofos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[reared at the breast]], νεᾶνις <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1204</span> (v.l. [[ὑπόστροφον]]).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[reared at the breast]], νεᾶνις <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1204</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[ὑπόστροφον]]).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:05, 11 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπότροφος Medium diacritics: ὑπότροφος Low diacritics: υπότροφος Capitals: ΥΠΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hypótrophos Transliteration B: hypotrophos Transliteration C: ypotrofos Beta Code: u(po/trofos

English (LSJ)

ον, A reared at the breast, νεᾶνις E.IA1204 (v.l. ὑπόστροφον).

German (Pape)

[Seite 1237] v.l. für ὑπόστροφος, Eur. I. A. 1204.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπότροφος: -ον, ὁ ὑπὸ τὸν μαστὸν τραφεὶς (πρβλ. ὑπόπορτις), Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1204, ὡς ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.· ἀλλ’ ὁ Ald. ὑπόστροφον, ὅθεν ὁ Heath ὑπότροπος· ὁ Scalig. ὑπόροφον. Ἴδε σημ. Paley.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπότροφος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Ν ὑποτρέφω
νεοελλ.
(για σπουδαστές) αυτός που σπουδάζει με δαπάνες άλλου, συνήθως ιδρύματος ή κρατικού οργανισμού
αρχ.
1. αυτός που έχει τραφεί με θηλασμό
2. το θηλ. ως ουσ.ὑπότροφος
η βοηθός της τροφού.