εμφανίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐμφανίζω]])<br />[[φανερώνω]], [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εξηγώ]] («τὰς ἀποδείξεις ἑτοίμως ἐμφανίζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] ή [[αποδεικνύω]] κάποιον ή [[κάτι]] ως («ἐμφανίζει οὐκ οὖσαν ἀγαθὸν τὴν ἡδονήν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] φανερό, πρόδηλο («ἡμεῑς αὐτὰ ἡμῖν ἐμφανίζετε ἱκανῶς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκθέτω]], [[αγγέλλω]]<br /><b>4.</b> [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>5.</b> [[καταγγέλλω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[ενάγω]] στο δικαστήριο.
|mltxt=(AM [[ἐμφανίζω]])<br />[[φανερώνω]], [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εξηγώ]] («τὰς ἀποδείξεις ἑτοίμως ἐμφανίζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παριστάνω]] ή [[αποδεικνύω]] κάποιον ή [[κάτι]] ως («ἐμφανίζει οὐκ οὖσαν ἀγαθὸν τὴν ἡδονήν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] φανερό, πρόδηλο («ἡμεῖς αὐτὰ ἡμῖν ἐμφανίζετε ἱκανῶς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκθέτω]], [[αγγέλλω]]<br /><b>4.</b> [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>5.</b> [[καταγγέλλω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[ενάγω]] στο δικαστήριο.
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 29 January 2022

Greek Monolingual

(AM ἐμφανίζω)
φανερώνω, δείχνω, παρουσιάζω
μσν.-αρχ.
εξηγώ («τὰς ἀποδείξεις ἑτοίμως ἐμφανίζειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. παριστάνω ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ως («ἐμφανίζει οὐκ οὖσαν ἀγαθὸν τὴν ἡδονήν», Αριστοτ.)
2. καθιστώ κάτι φανερό, πρόδηλο («ἡμεῖς αὐτὰ ἡμῖν ἐμφανίζετε ἱκανῶς», Πλάτ.)
3. εκθέτω, αγγέλλω
4. διατάζω, προστάζω
5. καταγγέλλω
6. μέσ. ενάγω στο δικαστήριο.