πολεμήιος: Difference between revisions
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
(1ba) |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολεμήιος''': -ον, Ἰων. ἐπίθ. ([[διότι]] δὲν ὑπάρχει Ἀττ. [[τύπος]] εἰς -ειος), [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμικός]], | |lstext='''πολεμήιος''': -ον, Ἰων. ἐπίθ. ([[διότι]] δὲν ὑπάρχει Ἀττ. [[τύπος]] εἰς -ειος), [[φιλοπόλεμος]], [[πολεμικός]], συχν. παρ’ Ὁμ. ([[μάλιστα]] ἐν Ἰλ.)· πολεμήια ἔργα Ἰλ. Β. 338, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. τεύχεα Ἰλ. Η. 193, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 238· πολεμήια = τὰ πολέμια, Ἡρόδ. 5. 111. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 14:50, 31 January 2022
Greek (Liddell-Scott)
πολεμήιος: -ον, Ἰων. ἐπίθ. (διότι δὲν ὑπάρχει Ἀττ. τύπος εἰς -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμικός, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.)· πολεμήια ἔργα Ἰλ. Β. 338, κτλ.· ὡσαύτως, π. τεύχεα Ἰλ. Η. 193, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 238· πολεμήια = τὰ πολέμια, Ἡρόδ. 5. 111.
English (Autenrieth)
of or pertaining to war or battle, warlike.
Greek Monotonic
πολεμήιος: -ον, Ιων. επίθ. (διότι δεν υπάρχει Αττ. τύπος σε -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμήϊα ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ.· τεύχεα, στον ίδ.· πολεμήϊα = πολέμια, τά, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
πολεμήιος, ον, [ionic adj.,for no attic form in -ειος exists]
warlike, πολεμήια ἔργα Il.; τεύχεα Il.; πολεμήια= πολέμια, ων, τά, Hdt.