ῥά: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥά''': [ᾰ], ἐγκλιτ. [[μόριον]], Ἐπικ. ἀντὶ ἄρα (ὃ ἴδε), [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ.· σπανιώτερον (ἐν λυρ. χωρίοις) παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, ἦ ῥα Αἰσχύλ. Πέρσ. 633, Σοφ. Αἴ. 172· ἤ ῥα [[αὐτόθι]] 177· ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 114, Θεσμ. 260, ὁ Δινδ. διορθοῖ ἆρ’. -Τοῦτο [[εἶναι]] τὸ μόνον μονοσύλλαβον [[μόριον]] [[ὅπερ]] δὲν λήγει εἰς ε καὶ πάσχει ἔκθλιψιν.
|lstext='''ῥά''': [ᾰ], ἐγκλιτ. [[μόριον]], Ἐπικ. ἀντὶ ἄρα (ὃ ἴδε), συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ.· σπανιώτερον (ἐν λυρ. χωρίοις) παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, ἦ ῥα Αἰσχύλ. Πέρσ. 633, Σοφ. Αἴ. 172· ἤ ῥα [[αὐτόθι]] 177· ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 114, Θεσμ. 260, ὁ Δινδ. διορθοῖ ἆρ’. -Τοῦτο [[εἶναι]] τὸ μόνον μονοσύλλαβον [[μόριον]] [[ὅπερ]] δὲν λήγει εἰς ε καὶ πάσχει ἔκθλιψιν.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 15:00, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥά Medium diacritics: ῥά Low diacritics: ρα Capitals: ΡΑ
Transliteration A: rhá Transliteration B: rha Transliteration C: ra Beta Code: r(a/

English (LSJ)

[ᾰ], enclit. Particle, Ep. for ἄρα (q.v.), freq. in Hom.and Pi.; less freq. in Trag. (lyr.), A ἦ ῥα A.Pers.633, S.Aj.172; ἤ ῥα ib.177, B. 18.33.—This and κα are the only monosyll. Particles not ending in ε which allow elision.

German (Pape)

[Seite 829] enkl. Partikel, ep. statt ἄρα, w. m. s.; oft bei Hom.; Pind. Ol. 7, 59 P. 4, 57 I. 6, 3 u. öfter; ἦ ῥ' ἀΐει, Aesch. Pers. 625, wie Soph. Ai. 172; das einzige nicht auf ε endende einsylbige Wort, das die Elision zuläßt.

Greek (Liddell-Scott)

ῥά: [ᾰ], ἐγκλιτ. μόριον, Ἐπικ. ἀντὶ ἄρα (ὃ ἴδε), συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ.· σπανιώτερον (ἐν λυρ. χωρίοις) παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, ἦ ῥα Αἰσχύλ. Πέρσ. 633, Σοφ. Αἴ. 172· ἤ ῥα αὐτόθι 177· ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 114, Θεσμ. 260, ὁ Δινδ. διορθοῖ ἆρ’. -Τοῦτο εἶναι τὸ μόνον μονοσύλλαβον μόριον ὅπερ δὲν λήγει εἰς ε καὶ πάσχει ἔκθλιψιν.

French (Bailly abrégé)

adv. encl.
donc, certes ; ἦ ῥα ESCHL, ἤ ῥα SOPH m. sign.

English (Autenrieth)

see ἄρα.

Greek Monotonic

ῥά: [ᾰ], εγκλιτ. μόριο, Επικ. αντί ἄρα, σε Όμηρ.· σπανιότερα, στα λυρικά χωρία των Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

ῥά: (ᾰ) adv. энкл. (= ἄρα) как раз, именно, ведь, же, -то: ὅς ῥα θεοῖσιν ἔριζεν Hom. (Ликург), который как раз и затеял ссору с богами; ὅτε δή ῥ᾽ ἐκ τοῖο δυωδεκάτη γένετ᾽ ἠώς Hom. когда же (досл. с этого времени) наступила двенадцатая заря; ἦ ῥ᾽ ἀΐει μου; Aesch. да он-то слышит ли меня?