κριθάριον: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(6_22)
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῑθάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κριθή]], Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λ. [[κρίβανον]].
|lstext='''κρῑθάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κριθή]], Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λ. [[κρίβανον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κριθάρι]], το (AM [[κριθάριον]], Μ και [[κριθάριν]] και [[κριθάρι]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κριθή]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[σιτάριον]], [[σωληνάριον]])].
}}
}}

Revision as of 11:44, 1 February 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθάριον Medium diacritics: κριθάριον Low diacritics: κριθάριον Capitals: ΚΡΙΘΑΡΙΟΝ
Transliteration A: krithárion Transliteration B: kritharion Transliteration C: kritharion Beta Code: kriqa/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of κριθή, BGU33.11 (pl., ii/iii A. D.), PTeb.420.21 (iii A. D.), Thom.Mag.p.202 R.

German (Pape)

[Seite 1508] τό, eigtl. dim. von κριθή, Gerstenkörnchen, Sp., = κριθή.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κριθή, Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λ. κρίβανον.

Greek Monolingual

κριθάρι, το (AM κριθάριον, Μ και κριθάριν και κριθάρι)
1. το φυτό κριθή
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -άριον (πρβλ. σιτάριον, σωληνάριον)].